- επισημαίνω
- επισήμανα, επισημάνθηκα, επισημασμένος, μτβ.1. βάζω σήμα σε κάποιο αντικείμενο για αναγνώρισή του, σημαδεύω, σφραγίζω, μαρκάρω.2. σημειώνω θέση με σημαντήρα (πάσσαλο, ακόντιο κ.ά.) ή καθορίζω αντικείμενο (δέντρο, λόφο, βράχο κτλ.) ως σημείο για αναγνώριση θέσης.3. «επισημασμένο γραμματόσημο», αυτό που έχει επισήμασμα (βλ. λ.).4. μτφ., διαπιστώνω, εντοπίζω: Επισημαίνω τις δυσκολίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.